- ουγγαρέζικος
- -η, -ο [Ουγγαρέζος]ουγγρικός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ουγγαρέζικος — η, ο αυτός που αναφέρεται στην Ουγγαρία ή τους Ούγγρους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)